- μάλβαξ
- μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)η μαλάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση τού λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάλβακα — μάλβαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάχη — η (Α μαλάχη) το φυτό μολόχα αρχ. φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» το φυτό αλθαία β) «μαλάχη η κηπευτή» το φυτό λαβατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο τού λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ επίδραση τού μαλακός. Κατ άλλους … Dictionary of Greek